κουζουλός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουζουλός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουζουλός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ku.zuˈlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐ζου‐λός
Επίθετο
επεξεργασίακουζουλός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασία- Όροι με κουζουλ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουζουλός
→ δείτε τη λέξη τρελός |
Πηγές
επεξεργασία- κουζουλός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κουζουλός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κρητικά (el-crt)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουζουλός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουζουλός
Επίθετο
επεξεργασίακουζουλός
- τρελός, και στην κοινή νεοελληνική κουζουλός
Ετυμολογία
επεξεργασία- κουζουλός < [1]
- Πιθανόν, βενετική cucciolon (ανόητος, απλοϊκός, με αρχική σημασία κουτάβι) -δείτε και ιταλικά cucciolo (κουτάβι)
- Κατ' άλλη εκδοχή συνδέεται με το *κουτζουλός < κουτζούλλης (απατεώνας, κατεργάρης), πιθανόν από το κουτσ(ός) + -ουλός[2]
- Λιγότερο πιθανή η αναγωγή στα τουρκικά[3] οθωμανικά τουρκικά (kuzulu, προβατίνα με αρνάκι) < قوزی - τουρκική kuzu (αρνάκι)
- Λιγότερο πιθανή η αναγωγή στην μεσαιωνική κυπριακή κοῦζα (στάμνα με χερούλι) < αραβική كُوز
Επίθετο
επεξεργασίακουζουλός
- ανόητος, τρελός, → δείτε κουζουλός
- ※ 16ος/17ος αιώνας ⌘ Βιτσέντζος Κορνάρος, Ἐρωτόκριτος, στίχ. 160 (στίχοι 159-160) @books.goolgle Εν Βενετία: Εκ του τυπογραφείου του Αγίου Γεωργίου, 1860.
- Καὶ σὰν μοῦ λὲς πῶς ἤβαλες τὸν λογισμὸν αὐτῆνο,
Σήμερο κάνω ἀπόφασι, καὶ κουζουλὸ σὲ κρίνω.- [μεταγραφή] Ερωτόκριτος/Α, στίχ. 160 (στίχοι 159-160)
- Και σα μου λες πως ήβαλες το λογισμόν αυτείνο,
σήμερο κάνω απόφαση, και κουζουλό σε κρίνω.
- Καὶ σὰν μοῦ λὲς πῶς ἤβαλες τὸν λογισμὸν αὐτῆνο,
- ※ 16ος/17ος αιώνας ⌘ Βιτσέντζος Κορνάρος, Ἐρωτόκριτος, στίχ. 160 (στίχοι 159-160) @books.goolgle Εν Βενετία: Εκ του τυπογραφείου του Αγίου Γεωργίου, 1860.
Παράγωγα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ οι εκδοχές ετυμολόγησης - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ κουζουλός, κουτζούλλης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ κουζουλός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας