↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουζουλός η κουζουλή το κουζουλό
      γενική του κουζουλού της κουζουλής του κουζουλού
    αιτιατική τον κουζουλό την κουζουλή το κουζουλό
     κλητική κουζουλέ κουζουλή κουζουλό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουζουλοί οι κουζουλές τα κουζουλά
      γενική των κουζουλών των κουζουλών των κουζουλών
    αιτιατική τους κουζουλούς τις κουζουλές τα κουζουλά
     κλητική κουζουλοί κουζουλές κουζουλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουζουλός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουζουλός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ku.zuˈlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐ζου‐λός

  Επίθετο

επεξεργασία

κουζουλός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουζουλός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουζουλός

  Επίθετο

επεξεργασία

κουζουλός



  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουζουλός < [1]

  Επίθετο

επεξεργασία

κουζουλός

  • ανόητος, τρελός, → δείτε κουζουλός
    ※  16ος/17ος αιώνας Βιτσέντζος Κορνάρος, Ἐρωτόκριτος, στίχ. 160 (στίχοι 159-160) @books.goolgle Εν Βενετία: Εκ του τυπογραφείου του Αγίου Γεωργίου, 1860.
    Καὶ σὰν μοῦ λὲς πῶς ἤβαλες τὸν λογισμὸν αὐτῆνο,
    Σήμερο κάνω ἀπόφασι, καὶ κουζουλὸ σὲ κρίνω.
    [μεταγραφή] Ερωτόκριτος/Α, στίχ. 160 (στίχοι 159-160)
    Και σα μου λες πως ήβαλες το λογισμόν αυτείνο,
    σήμερο κάνω απόφαση, και κουζουλό σε κρίνω.

Παράγωγα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. οι εκδοχές ετυμολόγησης - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. κουζουλός, κουτζούλλης Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 
  3. κουζουλός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας