furious
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | furious |
συγκριτικός | more furious |
υπερθετικός | most furious |
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfjʊə.ɹɪəs/
Επίθετο επεξεργασία
furious (en)
- έξαλλος, εξοργισμένος, οργισμένος, πολύ θυμωμένος
- ορμητικός, φουριόζος
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- furious - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- furious - Oxford Learner's Dictionaries