Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φουριόζος η φουριόζα το φουριόζο
      γενική του φουριόζου της φουριόζας του φουριόζου
    αιτιατική τον φουριόζο τη φουριόζα το φουριόζο
     κλητική φουριόζε φουριόζα φουριόζο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φουριόζοι οι φουριόζες τα φουριόζα
      γενική των φουριόζων των φουριόζων των φουριόζων
    αιτιατική τους φουριόζους τις φουριόζες τα φουριόζα
     κλητική φουριόζοι φουριόζες φουριόζα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουριόζος < (άμεσο δάνειο) ιταλική furioso +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fuɾˈʝo.zos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φου‐ριό‐ζος

  Επίθετο επεξεργασία

φουριόζος, -α, -ο

  1. που ενεργεί βιαστικά και γρήγορα
  2. που χαρακτηρίζεται από πίεση κι ένταση και νιώθει εύκολα εκνευρισμό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία