Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φούρια οι φούριες
      γενική της φούριας
    αιτιατική τη φούρια τις φούριες
     κλητική φούρια φούριες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φούρια < ιταλική λέξη furia

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φούρια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία