Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φουριόζικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φουριόζικ
ος
η
φουριόζικ
η
το
φουριόζικ
ο
γενική
του
φουριόζικ
ου
της
φουριόζικ
ης
του
φουριόζικ
ου
αιτιατική
τον
φουριόζικ
ο
τη
φουριόζικ
η
το
φουριόζικ
ο
κλητική
φουριόζικ
ε
φουριόζικ
η
φουριόζικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φουριόζικ
οι
οι
φουριόζικ
ες
τα
φουριόζικ
α
γενική
των
φουριόζικ
ων
των
φουριόζικ
ων
των
φουριόζικ
ων
αιτιατική
τους
φουριόζικ
ους
τις
φουριόζικ
ες
τα
φουριόζικ
α
κλητική
φουριόζικ
οι
φουριόζικ
ες
φουριόζικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φουριόζικος
<
φουριόζος
Επίθετο
επεξεργασία
φουριόζικος
,η,ο
που δείχνει ή γίνεται με μεγάλη
βιασύνη
,
σπουδή
Συγγενικά
επεξεργασία
φουριόζικα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φουριόζικος