φουριόζικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φουριόζικα < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου φουριόζικος
Επίρρημα επεξεργασία
φουριόζικα
- με φουριόζικο τρόπο, μεφούρια, βιαστικά, με μεγάλη σπουδή, πιθανά και με κάποια προχειρότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
φουριόζικα
|