• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

βιαστικά

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : βιάστηκα

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Επίρρημα
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις
    • 1.4 Κλιτικός τύπος επιθέτου

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

βιαστικά < βιαστικ(ός) + -ά

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vʝa.stiˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός : βια‐στι‐κά
τονικό παρώνυμο: βιάστηκα στη σημασία: έκανα γρήγορα

Επίρρημα

επεξεργασία

βιαστικά

  • με βιασύνη, γρήγορα και ίσως πρόχειρα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • εκβιαστικά

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    βιαστικά
  • αγγλικά : hastily (en), in a hurry (en)
  • γαλλικά : hâtivement (fr)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

βιαστικά

  • ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (βιαστικό) του βιαστικός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=βιαστικά&oldid=6571755"
Τελευταία επεξεργασία στις 10 Ιανουαρίου 2024, στις 20:16

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 10 Ιανουαρίου 2024, στις 20:16.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας