Ετυμολογία

επεξεργασία
in a hurry < → δείτε τις λέξεις in, a και hurry

  Έκφραση

επεξεργασία

in a hurry (en)

  • (ιδιωματισμός) βιαστικά, με βιασύνη, βιάζομαι, για κάτι που επείγει να γίνει σύντομα
    ⮡  he left in a hurry - έφυγε βιαστικά
    ⮡  Why are you in such a hurry?
    Γιατί βιάζεσαι τόσο/έτσι;
    ⮡  I am sorry, I am in a big hurry.
    Με συγχωρείς, βιάζομαι πολύ.
    ⮡  We'd better do something in a hurry.
    Πρέπει να κάνουμε κάτι, και γρήγορα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hastily