Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hurry hurries

hurry (en)

  1. βιασύνη
  2. βιαστική ενέργεια

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας hurry
γ΄ ενικό ενεστώτα hurries
αόριστος hurried
παθητική μετοχή hurried
ενεργητική μετοχή hurrying

hurry (en)

  • ορμώ, σπεύδω, βιάζομαι, κάνω κάτι γρήγορα ή επιταχύνω το ρυθμό
    He hurried up the stairs.
    Όρμησε πάνω στις σκάλες.
    He hurried home.
    Έσπευσε σπίτι.
    It isn’t necessary for us to hurry.
    Δεν είναι ανάγκη να βιαζόμαστε.
    You must hurry or you'll miss your train.
    Βιάσου, γιατί θα χάσεις το τρένο σου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη rush

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία