hurry up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | hurry up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hurries up |
αόριστος | hurried up |
παθητική μετοχή | hurried up |
ενεργητική μετοχή | hurrying up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαhurry up (en)
- βιάζομαι, κάνω κάτι γρηγορότερα
Πηγές
επεξεργασία- hurry up - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 164-165. ISBN 9780194325684., λήμμα: βιάζομαι