ενεστώτας hurry up
γ΄ ενικό ενεστώτα hurries up
αόριστος hurried up
παθητική μετοχή hurried up
ενεργητική μετοχή hurrying up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
hurry up < → δείτε τις λέξεις hurry και up

hurry up (en)

  • βιάζομαι, κάνω κάτι γρηγορότερα
    ⮡  Hurry up!
    Βιάσου!
    ⮡  If we want to catch the train we must hurry up.
    Αν θέλουμε να προλάβουμε το τρένο πρέπει να βιαστούμε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη rush