Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουριόζο < ιταλική furioso (εκνευρισμένος, έξαλλος)

  Επίρρημα επεξεργασία

φουριόζο

  Μεταφράσεις επεξεργασία