Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χολωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χολωμέν
ος
η
χολωμέν
η
το
χολωμέν
ο
γενική
του
χολωμέν
ου
της
χολωμέν
ης
του
χολωμέν
ου
αιτιατική
τον
χολωμέν
ο
τη
χολωμέν
η
το
χολωμέν
ο
κλητική
χολωμέν
ε
χολωμέν
η
χολωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χολωμέν
οι
οι
χολωμέν
ες
τα
χολωμέν
α
γενική
των
χολωμέν
ων
των
χολωμέν
ων
των
χολωμέν
ων
αιτιατική
τους
χολωμέν
ους
τις
χολωμέν
ες
τα
χολωμέν
α
κλητική
χολωμέν
οι
χολωμέν
ες
χολωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
χολωμένος
, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
χολώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χολωμένος