Ετυμολογία

επεξεργασία
χολώνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χολ(ῶ), συνηρημένος τύπος του χολόω + -ώνω < χολή

χολώνω, αόρ.: χόλωσα, παθ.φωνή: χολώνομαι, π.αόρ.: χολώθηκα, μτχ.π.π.: χολωμένος

  • κάνω κάποιον να θυμώσει, τον θυμώνω
      πικράθηκε και χολώθηκε όταν άκουσε αυτά τα προσβλητικά λόγια

Συγγενικά

επεξεργασία

και

 και δείτε τη λέξη χολή

Μεταφράσεις

επεξεργασία