χολώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χολώνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χολ(ῶ), συνηρημένος τύπος του χολόω + -ώνω < χολή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xoˈlo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χο‐λώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαχολώνω, αόρ.: χόλωσα, παθ.φωνή: χολώνομαι, π.αόρ.: χολώθηκα, μτχ.π.π.: χολωμένος
- κάνω κάποιον να θυμώσει, τον θυμώνω
- ⮡ πικράθηκε και χολώθηκε όταν άκουσε αυτά τα προσβλητικά λόγια
Συγγενικά
επεξεργασίακαι
→ και δείτε τη λέξη χολή
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χολώνω | χόλωνα | θα χολώνω | να χολώνω | χολώνοντας | |
β' ενικ. | χολώνεις | χόλωνες | θα χολώνεις | να χολώνεις | χόλωνε | |
γ' ενικ. | χολώνει | χόλωνε | θα χολώνει | να χολώνει | ||
α' πληθ. | χολώνουμε | χολώναμε | θα χολώνουμε | να χολώνουμε | ||
β' πληθ. | χολώνετε | χολώνατε | θα χολώνετε | να χολώνετε | χολώνετε | |
γ' πληθ. | χολώνουν(ε) | χόλωναν χολώναν(ε) |
θα χολώνουν(ε) | να χολώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χόλωσα | θα χολώσω | να χολώσω | χολώσει | ||
β' ενικ. | χόλωσες | θα χολώσεις | να χολώσεις | χόλωσε | ||
γ' ενικ. | χόλωσε | θα χολώσει | να χολώσει | |||
α' πληθ. | χολώσαμε | θα χολώσουμε | να χολώσουμε | |||
β' πληθ. | χολώσατε | θα χολώσετε | να χολώσετε | χολώστε | ||
γ' πληθ. | χόλωσαν χολώσαν(ε) |
θα χολώσουν(ε) | να χολώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χολώσει | είχα χολώσει | θα έχω χολώσει | να έχω χολώσει | ||
β' ενικ. | έχεις χολώσει | είχες χολώσει | θα έχεις χολώσει | να έχεις χολώσει | ||
γ' ενικ. | έχει χολώσει | είχε χολώσει | θα έχει χολώσει | να έχει χολώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χολώσει | είχαμε χολώσει | θα έχουμε χολώσει | να έχουμε χολώσει | ||
β' πληθ. | έχετε χολώσει | είχατε χολώσει | θα έχετε χολώσει | να έχετε χολώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χολώσει | είχαν χολώσει | θα έχουν χολώσει | να έχουν χολώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χολώνομαι | χολωνόμουν(α) | θα χολώνομαι | να χολώνομαι | ||
β' ενικ. | χολώνεσαι | χολωνόσουν(α) | θα χολώνεσαι | να χολώνεσαι | ||
γ' ενικ. | χολώνεται | χολωνόταν(ε) | θα χολώνεται | να χολώνεται | ||
α' πληθ. | χολωνόμαστε | χολωνόμαστε χολωνόμασταν |
θα χολωνόμαστε | να χολωνόμαστε | ||
β' πληθ. | χολώνεστε | χολωνόσαστε χολωνόσασταν |
θα χολώνεστε | να χολώνεστε | (χολώνεστε) | |
γ' πληθ. | χολώνονται | χολώνονταν χολωνόντουσαν |
θα χολώνονται | να χολώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χολώθηκα | θα χολωθώ | να χολωθώ | χολωθεί | ||
β' ενικ. | χολώθηκες | θα χολωθείς | να χολωθείς | χολώσου | ||
γ' ενικ. | χολώθηκε | θα χολωθεί | να χολωθεί | |||
α' πληθ. | χολωθήκαμε | θα χολωθούμε | να χολωθούμε | |||
β' πληθ. | χολωθήκατε | θα χολωθείτε | να χολωθείτε | χολωθείτε | ||
γ' πληθ. | χολώθηκαν χολωθήκαν(ε) |
θα χολωθούν(ε) | να χολωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χολωθεί | είχα χολωθεί | θα έχω χολωθεί | να έχω χολωθεί | χολωμένος | |
β' ενικ. | έχεις χολωθεί | είχες χολωθεί | θα έχεις χολωθεί | να έχεις χολωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει χολωθεί | είχε χολωθεί | θα έχει χολωθεί | να έχει χολωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χολωθεί | είχαμε χολωθεί | θα έχουμε χολωθεί | να έχουμε χολωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε χολωθεί | είχατε χολωθεί | θα έχετε χολωθεί | να έχετε χολωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χολωθεί | είχαν χολωθεί | θα έχουν χολωθεί | να έχουν χολωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι χολωμένος - είμαστε, είστε, είναι χολωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν χολωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν χολωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι χολωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι χολωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι χολωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι χολωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία χολώνω
|