Ετυμολογία

επεξεργασία
χολιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χολιάζω < χολ(ή) + -ιάζω[1]

χολιάζω

  • (λαϊκότροπο) νευριάζω, θυμώνω
    ※  καλώ λοιπόν την αφεντιά σας να έλθητε αύριον εις τον Άγιον Ιωάννην να αριστήσωμεν εκεί έ ! έρχεσθε; και ιδέτε καλά , μήπως δεν έλθετε! διότι χολιάζω (Θεόδωρος Πρωτόπαπα Οικονόμου, Γραμματική της Τσακώνικης διαλέκτου εν ηι προστέθησαν: Άσματα τινά, μοιρολόγια, παροιμίαι, και λεξικόν αυτής πλήρες, εκ του τυπ. Λ. Ψελλιάκου, 1870 σελ. 54 [1])
    ※  Ποιος χόλιασε το σταυραϊτό, να τονε ξεχολιάση: -Εγώ, που τον εχόλιασα, να πά' τον ξεχολιάσω. (Ελληνικά, Τέχνη Αλυπίας, τόμοι 10-11, 1956, σελ. 47)

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία