ξεθυμώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ξεθυμώνω
Συνώνυμα επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεθυμώνω | ξεθύμωνα | θα ξεθυμώνω | να ξεθυμώνω | ξεθυμώνοντας | |
β' ενικ. | ξεθυμώνεις | ξεθύμωνες | θα ξεθυμώνεις | να ξεθυμώνεις | ξεθύμωνε | |
γ' ενικ. | ξεθυμώνει | ξεθύμωνε | θα ξεθυμώνει | να ξεθυμώνει | ||
α' πληθ. | ξεθυμώνουμε | ξεθυμώναμε | θα ξεθυμώνουμε | να ξεθυμώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεθυμώνετε | ξεθυμώνατε | θα ξεθυμώνετε | να ξεθυμώνετε | ξεθυμώνετε | |
γ' πληθ. | ξεθυμώνουν(ε) | ξεθύμωναν ξεθυμώναν(ε) |
θα ξεθυμώνουν(ε) | να ξεθυμώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεθύμωσα | θα ξεθυμώσω | να ξεθυμώσω | ξεθυμώσει | ||
β' ενικ. | ξεθύμωσες | θα ξεθυμώσεις | να ξεθυμώσεις | ξεθύμωσε | ||
γ' ενικ. | ξεθύμωσε | θα ξεθυμώσει | να ξεθυμώσει | |||
α' πληθ. | ξεθυμώσαμε | θα ξεθυμώσουμε | να ξεθυμώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεθυμώσατε | θα ξεθυμώσετε | να ξεθυμώσετε | ξεθυμώστε | ||
γ' πληθ. | ξεθύμωσαν ξεθυμώσαν(ε) |
θα ξεθυμώσουν(ε) | να ξεθυμώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεθυμώσει | είχα ξεθυμώσει | θα έχω ξεθυμώσει | να έχω ξεθυμώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεθυμώσει | είχες ξεθυμώσει | θα έχεις ξεθυμώσει | να έχεις ξεθυμώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεθυμώσει | είχε ξεθυμώσει | θα έχει ξεθυμώσει | να έχει ξεθυμώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεθυμώσει | είχαμε ξεθυμώσει | θα έχουμε ξεθυμώσει | να έχουμε ξεθυμώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεθυμώσει | είχατε ξεθυμώσει | θα έχετε ξεθυμώσει | να έχετε ξεθυμώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεθυμώσει | είχαν ξεθυμώσει | θα έχουν ξεθυμώσει | να έχουν ξεθυμώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξεθυμωμένος - είμαστε, είστε, είναι ξεθυμωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξεθυμωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξεθυμωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξεθυμωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξεθυμωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξεθυμωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξεθυμωμένοι |
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεθυμώνω
|