Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεθυμώνω < ξε- + θυμώνω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεθυμώνω

  1. (αμετάβατο) ηρεμώ, παύω να είμαι θυμωμένος
  2. (μεταβατικό) κάνω κάποιον να ηρεμίσει

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία