Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπουρινιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μπουρινιασμέν
ος
η
μπουρινιασμέν
η
το
μπουρινιασμέν
ο
γενική
του
μπουρινιασμέν
ου
της
μπουρινιασμέν
ης
του
μπουρινιασμέν
ου
αιτιατική
τον
μπουρινιασμέν
ο
την
μπουρινιασμέν
η
το
μπουρινιασμέν
ο
κλητική
μπουρινιασμέν
ε
μπουρινιασμέν
η
μπουρινιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μπουρινιασμέν
οι
οι
μπουρινιασμέν
ες
τα
μπουρινιασμέν
α
γενική
των
μπουρινιασμέν
ων
των
μπουρινιασμέν
ων
των
μπουρινιασμέν
ων
αιτιατική
τους
μπουρινιασμέν
ους
τις
μπουρινιασμέν
ες
τα
μπουρινιασμέν
α
κλητική
μπουρινιασμέν
οι
μπουρινιασμέν
ες
μπουρινιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπουρινιασμένος
<
μπουρίνι
+
-ασμένος
Επίθετο
επεξεργασία
μπουρινιασμένος
(
λαϊκότροπο
)
θυμωμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπουρινιασμένος
→
δείτε
τη λέξη
θυμωμένος