φουρκισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φουρκισμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φουρκίζω
Μετοχή επεξεργασία
φουρκισμένος, -η, -ο
- ξαναμμένος, εκνευρισμένος, θυμωμένος, τσατισμένος
- Ηρθε στο σπίτι πολύ φουρκισμένος με το διευθυντή του στο γραφείο και ξέσπασε στο παιδί
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φουρκισμένος