φούρκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φούρκα | οι | φούρκες |
γενική | της | φούρκας | — | |
αιτιατική | τη | φούρκα | τις | φούρκες |
κλητική | φούρκα | φούρκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈfuɾ.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φούρ‐κα
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- φούρκα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή [1][2][3] ως φόρκες στον Ησυχιο ή μεσαιωνική ελληνική φοῦρκα < λατινική furca
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφούρκα θηλυκό (λαϊκότροπο)
- οργή που σιγοκαίει, εκνευρισμός που σιγοβράζει
- ⮡ Έχω μια φούρκα που δεν λέγεται!
- είδος υποστηρικτικού πασσάλου, ίσιο κλαδί που καταλήγει σε διχάλα
- → δείτε και τη λέξη φουρκάδα
- ξύλινη κατασκευή σε σχήμα ταυ (αγχόνη, κρεμάλα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- φούρκα < προέλευσης από την οθωμανική τουρκική [4] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική فرقه (στη σημασία: χωριστό μέρος) (τουρκική fırka) < αραβική فِرْقَة (firqa, μέρος κάποιου πράγματος) [5] (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφούρκα θηλυκό (δημοτική)
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ φούρκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ φούρκα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ φοῦρκα σελ.7689 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- ↑ φούρκα σελ.7690 στον Δημητράκο
- ↑ fırka#Turkish στο αγγλικό Βικιλεξικό