φουρκάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφουρκάδα θηλυκό (λαϊκότροπο)
- το δικράνι
- → δείτε τη λέξη φούρκα
Πηγές
επεξεργασία- Θεολόγος Βοσταντζόγλου (²1962), Αντιλεξικόν ή ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση, σελ. 251.
Μεταφράσεις
επεξεργασία φουρκάδα
|