Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουρκίζω < φούρκα

  Ρήμα επεξεργασία

φουρκίζω

  1. εκνευρίζω κάποιον, του ανεβάζω το αίμα στο κεφάλι, τον τσατίζω, τον συγχύζω
  2. μεσοπαθητικό, φουρκίζομαι με θυμώνει κάποιος ή κάτι, με εκνευρίζει
  3. απαγχονίζω, κρεμάω
    ※ 
    ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ. Κόπγιασε να διαβάσης αυτήνη τη διαταγή, να δγιούμε τι θα τσι κάμουμε ετούτους τσι διαόλλους!!! Θα τσι φουρκίσουμε φιναλμέντε γη θα τσι αμολλάρουμε;
    ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ. (Αναγινώσκων την διαταγήν) Όχι· θα τους αφήσωμεν όλους.
    Δημήτριος Βυζάντιος, Βαβυλωνία, Πράξις πέμπτη, 1836

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία