Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμολάρω < βενετική molar / ιταλική mollarre ή ammollare

  Ρήμα επεξεργασία

αμολάρω (λαϊκότροπο) (κρητικά) (Επτάνησα)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία