αμολέρνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
αμολέρνω (λαϊκότροπο) (κρητικά) (Επτάνησα)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Βλ. στη λ. αμολάρω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].