φούρκισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- φούρκισμα < φουρκίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφούρκισμα ουδέτερο
- βάζω φούρκα στα δέντρα
- (παρωχημένο) κρεμάω κάποιον, τον απαγχονίζω σε κρεμάλα
- ο θυμός, ο ψυχικός βρασμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία φούρκισμα
|