Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φούρκισμα τα φουρκίσματα
      γενική του φουρκίσματος των φουρκισμάτων
    αιτιατική το φούρκισμα τα φουρκίσματα
     κλητική φούρκισμα φουρκίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φούρκισμα < φουρκίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φούρκισμα ουδέτερο

  1. βάζω φούρκα στα δέντρα
  2. (παρωχημένο) κρεμάω κάποιον, τον απαγχονίζω σε κρεμάλα
  3. ο θυμός, ο ψυχικός βρασμός

  Μεταφράσεις επεξεργασία