distressed
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαdistressed (en)
- ταραγμένος, στρεσαρισμένος, εκνευρισμένος, πολύ ανήσυχος
- για εμπορεύματα, χαλασμένα, καταπονημένα
- για φθορά επίπλων στην προσπάθεια των κατόχων τους να τα παρουσιάσουν ως αντίκες
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαdistressed (en)