Επίθετο

επεξεργασία

distressed (en)

  1. ταραγμένος, στρεσαρισμένος, εκνευρισμένος, πολύ ανήσυχος
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη upset
  2. για εμπορεύματα, χαλασμένα, καταπονημένα
  3. για φθορά επίπλων στην προσπάθεια των κατόχων τους να τα παρουσιάσουν ως αντίκες

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

distressed (en)