ανατρέψιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανατρέψιμος < ανατρέπω
Επίθετο επεξεργασία
ανατρέψιμος
- αυτός που ίσως μπορεί κάποιος να τον ανατρέψει, που υπάρχει η δυνατότητα να ανατραπεί
- Μη στενοχωριέσαι. Το 1-0 είναι εύκολα ανατρέψιμο. Θα δεις στην έδρα μας!
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανατρέψιμος