pull down
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | pull down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pulls down |
αόριστος | pulled down |
παθητική μετοχή | pulled down |
ενεργητική μετοχή | pulling down |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαpull down (en)
- (μεταβατικό) γκρεμίζω, ρίχνω, καταστρέφω ένα κτίριο
Πηγές
επεξεργασία- pull down - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 191, 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: γκρεμίζω, ρίχνω