Αγγλικά (en)Επεξεργασία

ενεστώτας knock down
γ΄ ενικό ενεστώτα knocks down
αόριστος knocked down
παθητική μετοχή knocked down
ενεργητική μετοχή knocking down

  Ετυμολογία Επεξεργασία

knock down < → δείτε τις λέξεις knock και down

  ΡήμαΕπεξεργασία

knock down (en)

  1. (μεταβατικό) ξαπλώνω, ρίχνω κάτω, ρίχνω κάποιον στο έδαφος με δυνατό χτύπημα
    He knocked him down with one blow.
    Τον ξάπλωσε κάτω μ' ένα χτύπημα.
    He knocked down his opponent with one blow.
    Έριξε κάτω τον αντίπαλό του με ένα χτύπημα.
     συνώνυμα: fell
  2. (μεταβατικό) γκρεμίζω, ρίχνω, καταστρέφω ένα κτίριο
    I knock down a hut.
    Γκρεμίζω μια καλύβα.
    We will knock down the old house and put up an apartment building.
    Θα ρίξουμε το παλιό σπίτι και θα φτιάξουμε πολυκατοικία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη demolish

  ΠηγέςΕπεξεργασία