knock
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
knock | knocks |
knock (en)
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | knock |
γ΄ ενικό ενεστώτα | knocks |
αόριστος | knocked |
παθητική μετοχή | knocked |
ενεργητική μετοχή | knocking |
knock (en)
ενικός | πληθυντικός |
knock | knocks |
knock (en)
ενεστώτας | knock |
γ΄ ενικό ενεστώτα | knocks |
αόριστος | knocked |
παθητική μετοχή | knocked |
ενεργητική μετοχή | knocking |
knock (en)