knock about
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | knock about |
γ΄ ενικό ενεστώτα | knocks about |
αόριστος | knocked about |
παθητική μετοχή | knocked about |
ενεργητική μετοχή | knocking about |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαknock about (en)
ενεστώτας | knock about |
γ΄ ενικό ενεστώτα | knocks about |
αόριστος | knocked about |
παθητική μετοχή | knocked about |
ενεργητική μετοχή | knocking about |
knock about (en)