knock around
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | knock around |
γ΄ ενικό ενεστώτα | knocks around |
αόριστος | knocked around |
παθητική μετοχή | knocked around |
ενεργητική μετοχή | knocking around |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαknock around (en)
- (βρετανικά αγγλικά, ανεπίσημο) γυρίζω σε, ταξιδεύω και ζω σε διάφορα μέρη
- ⮡ He has been knocking around Asia for years now.
- Γυρίζει στην Ασία χρόνια τώρα.
- ⮡ He has been knocking around Asia for years now.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- knock around - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 203. ISBN 9780194325684., λήμμα: γυρίζω