ενεστώτας knock back
γ΄ ενικό ενεστώτα knocks back
αόριστος knocked back
παθητική μετοχή knocked back
ενεργητική μετοχή knocking back

  Ετυμολογία

επεξεργασία
knock back < → δείτε τις λέξεις knock και back

knock back (en)

  • (ανεπίσημο) ρίχνω μέσα μου, πίνω κάτι γρήγορα, ειδικά ένα αλκοολούχο ποτό
    ⮡  It’s phenomenal how much beer he knocked back in a few hours!
    Είναι απίθανο τι μπίρα έριξε μέσα του σε λίγες ώρες!