knock back
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | knock back |
γ΄ ενικό ενεστώτα | knocks back |
αόριστος | knocked back |
παθητική μετοχή | knocked back |
ενεργητική μετοχή | knocking back |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαknock back (en)
- (ανεπίσημο) ρίχνω μέσα μου, πίνω κάτι γρήγορα, ειδικά ένα αλκοολούχο ποτό
- ⮡ It’s phenomenal how much beer he knocked back in a few hours!
- Είναι απίθανο τι μπίρα έριξε μέσα του σε λίγες ώρες!
- ⮡ It’s phenomenal how much beer he knocked back in a few hours!
Πηγές
επεξεργασία- knock back - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: ρίχνω