Δείτε επίσης: knockout
ενεστώτας knock out
γ΄ ενικό ενεστώτα knocks out
αόριστος knocked out
παθητική μετοχή knocked out
ενεργητική μετοχή knocking out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
knock out < → δείτε τις λέξεις knock και out

knock out (en)

  1. κοιμίζω, ξεραίνω, ρίχνω/χτυπάω κάποιον αναίσθητο, βάζω κάποιον να κοιμηθεί ή να μείνει αναίσθητος
    ⮡  The pill knocked him out for a good three hours.
    Το χάπι τον κοίμισε/ξέρανε για τρεις ολόκληρες ώρες.
    ⮡  He knocked him out.
    Τον έριξε αναίσθητο.
    ⮡  I knocked him out.
    Τον χτύπησα κι έπεσε αναίσθητος.
  2. (μποξ) βγάζω κάποιον νοκ άουτ
    ⮡  He knocked out the opponent with one punch.
    Έβγαλε νοκ άουτ τον αντίπαλο με μια γροθιά.
  3. εξαντλώ, ξεκάνω, κουράζω πολύ τον εαυτό μου ή κάποιον άλλον
    ⮡  Running errands all day really knocked him out.
    Το τρέξιμο για θελήματα όλη μέρα τον ξέκανε.
  4. (ανεπίσημο) ξεπετώ, ολοκληρώνω με μεγάλη βιασύνη
    ⮡  They knocked out the entire project in one night.
    Ξεπέταξαν ολόκληρο το έργο μέσα σε μια νύχτα.
     συνώνυμα: knock off

Συγγενικά

επεξεργασία