νοκ άουτ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νοκ άουτ < (άμεσο δάνειο) αγγλική knockout
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νοκ άουτ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) το να παραμείνει ένας πυγμάχος πεσμένος στο καναβάτσο μετά από χτύπημα του αντιπάλου του και μετά από το μέτρημα του ορισμένου χρόνου, οπότε και θεωρείται ηττημένος
- (μεταφορικά) εξαντλημένος, εξουθενωμένος
- → δείτε και τη λέξη μπιελάρ
- (σαν επίθετο) που δεν μπορεί να επαναληφθεί· λέγεται για αγώνες που το αποτέλεσμά τους κρίνει την πρόκριση ενός από τους αντιπάλους