ενεστώτας knock over
γ΄ ενικό ενεστώτα knocks over
αόριστος knocked over
παθητική μετοχή knocked over
ενεργητική μετοχή knocking over

  Ετυμολογία

επεξεργασία
knock over < → δείτε τις λέξεις knock και over

knock over (en)

  • γκρεμίζω, χτυπάω κάποιον ή κάτι ώστε να πέσει στο έδαφος
    ⮡  The wind knocked over our chimney.
    Ο αέρας γκρέμισε την καμινάδα μας.
    ⮡  I knocked him over.
    Τον χτύπησα κι έπεσε.