αποκαθηλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποκαθηλώνω < μεσαιωνική ελληνική ἀποκαθηλόω < ἀπό + (ελληνιστική κοινή) καθηλόω < κατά + αρχαία ελληνική ἧλος
Ρήμα
επεξεργασίααποκαθηλώνω (παθητική φωνή: αποκαθηλώνομαι)
- (θρησκεία) (αφαιρώ τα καρφιά) και κατεβάζω απ’ το σταυρό
- (μεταφορικά) κάνω κάτι να εκπέσει, να χάσει την αξία και την ισχύ του
Συγγενικά
επεξεργασία- αποκαθηλωμένος
- αποκαθήλωση
- → δείτε τις λέξεις καθηλώνω και ήλος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποκαθηλώνω | αποκαθήλωνα | θα αποκαθηλώνω | να αποκαθηλώνω | αποκαθηλώνοντας | |
β' ενικ. | αποκαθηλώνεις | αποκαθήλωνες | θα αποκαθηλώνεις | να αποκαθηλώνεις | αποκαθήλωνε | |
γ' ενικ. | αποκαθηλώνει | αποκαθήλωνε | θα αποκαθηλώνει | να αποκαθηλώνει | ||
α' πληθ. | αποκαθηλώνουμε | αποκαθηλώναμε | θα αποκαθηλώνουμε | να αποκαθηλώνουμε | ||
β' πληθ. | αποκαθηλώνετε | αποκαθηλώνατε | θα αποκαθηλώνετε | να αποκαθηλώνετε | αποκαθηλώνετε | |
γ' πληθ. | αποκαθηλώνουν(ε) | αποκαθήλωναν αποκαθηλώναν(ε) |
θα αποκαθηλώνουν(ε) | να αποκαθηλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποκαθήλωσα | θα αποκαθηλώσω | να αποκαθηλώσω | αποκαθηλώσει | ||
β' ενικ. | αποκαθήλωσες | θα αποκαθηλώσεις | να αποκαθηλώσεις | αποκαθήλωσε | ||
γ' ενικ. | αποκαθήλωσε | θα αποκαθηλώσει | να αποκαθηλώσει | |||
α' πληθ. | αποκαθηλώσαμε | θα αποκαθηλώσουμε | να αποκαθηλώσουμε | |||
β' πληθ. | αποκαθηλώσατε | θα αποκαθηλώσετε | να αποκαθηλώσετε | αποκαθηλώστε | ||
γ' πληθ. | αποκαθήλωσαν αποκαθηλώσαν(ε) |
θα αποκαθηλώσουν(ε) | να αποκαθηλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποκαθηλώσει | είχα αποκαθηλώσει | θα έχω αποκαθηλώσει | να έχω αποκαθηλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποκαθηλώσει | είχες αποκαθηλώσει | θα έχεις αποκαθηλώσει | να έχεις αποκαθηλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποκαθηλώσει | είχε αποκαθηλώσει | θα έχει αποκαθηλώσει | να έχει αποκαθηλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποκαθηλώσει | είχαμε αποκαθηλώσει | θα έχουμε αποκαθηλώσει | να έχουμε αποκαθηλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποκαθηλώσει | είχατε αποκαθηλώσει | θα έχετε αποκαθηλώσει | να έχετε αποκαθηλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποκαθηλώσει | είχαν αποκαθηλώσει | θα έχουν αποκαθηλώσει | να έχουν αποκαθηλώσει |
|