Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ba.ty/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
abattu abattus

abattu (fr) αρσενικό

  1. γκρεμισμένος
  2. (για αισθήματα) τσακισμένος, καταβεβλημένος