Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατεδάφιση οι κατεδαφίσεις
      γενική της κατεδάφισης* των κατεδαφίσεων
    αιτιατική την κατεδάφιση τις κατεδαφίσεις
     κλητική κατεδάφιση κατεδαφίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατεδαφίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατεδάφιση < μεσαιωνική ελληνική κατεδάφισ(ις) ("κατακρήμνιση")[1] + -ση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.teˈða.fi.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατεδάφιση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία