Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατεδάφισις < κατεδαφίζω, κατεδαφι- + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατεδάφισις θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία