Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακατεδάφιστος η ακατεδάφιστη το ακατεδάφιστο
      γενική του ακατεδάφιστου της ακατεδάφιστης του ακατεδάφιστου
    αιτιατική τον ακατεδάφιστο την ακατεδάφιστη το ακατεδάφιστο
     κλητική ακατεδάφιστε ακατεδάφιστη ακατεδάφιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακατεδάφιστοι οι ακατεδάφιστες τα ακατεδάφιστα
      γενική των ακατεδάφιστων των ακατεδάφιστων των ακατεδάφιστων
    αιτιατική τους ακατεδάφιστους τις ακατεδάφιστες τα ακατεδάφιστα
     κλητική ακατεδάφιστοι ακατεδάφιστες ακατεδάφιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακατεδάφιστος < α- στερητικό + κατεδαφισ- (του κατεδαφίζω) + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ka.teˈða.fi.stos/

  Επίθετο επεξεργασία

ακατεδάφιστος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)

  1. που δεν έχει κατεδαφιστεί
     αντώνυμα: κατεδαφισμένος
  2. που δεν επιτρέπεται να κατεδαφιστεί
     αντώνυμα: κατεδαφιστέος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία