ακατεδάφιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακατεδάφιστος < α- στερητικό + κατεδαφισ- (του κατεδαφίζω) + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαακατεδάφιστος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
- που δεν έχει κατεδαφιστεί
- που δεν επιτρέπεται να κατεδαφιστεί
Συγγενικά
επεξεργασία- κατεδαφίζω
- κατεδάφιση
- και → δείτε τη λέξη έδαφος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακατεδάφιστος
|