Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.te.ðaˈfi.zo.me/

κατεδαφίζομαι, πρτ.: κατεδαφιζόμουν, στ.μέλλ.: θα κατεδαφιστώ, αόρ.: κατεδαφίστηκα, μτχ.π.π.: κατεδαφισμένος