Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσεδαφίζω < αρχαία ελληνική προσεδαφίζω < πρός + ἔδαφος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική atterrir)

  Ρήμα επεξεργασία

προσεδαφίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία