↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιδρυμένος η ιδρυμένη το ιδρυμένο
      γενική του ιδρυμένου της ιδρυμένης του ιδρυμένου
    αιτιατική τον ιδρυμένο την ιδρυμένη το ιδρυμένο
     κλητική ιδρυμένε ιδρυμένη ιδρυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιδρυμένοι οι ιδρυμένες τα ιδρυμένα
      γενική των ιδρυμένων των ιδρυμένων των ιδρυμένων
    αιτιατική τους ιδρυμένους τις ιδρυμένες τα ιδρυμένα
     κλητική ιδρυμένοι ιδρυμένες ιδρυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιδρυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ιδρύω

ιδρυμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ιδρύω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία