ιδρυματισμός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ιδρυματισμός < ίδρυμα + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική institutionalism)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ιδρυματισμός αρσενικό
- (λόγιο) οι (συνήθως αρνητικές) επιπτώσεις που έχει, στην προσωπικότητα και τη συμπεριφορά όσων διαβιούν σε κάποιο ίδρυμα, η παραταμένη διαμονή τους σ’ αυτό
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ιδρυματισμός