ιδρυματοποίηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ιδρυματοποίηση < ιδρυματοποιώ + -ση
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ιδρυματοποίηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ιδρυματοποιώ
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ιδρυματοποίηση
ιδρυματοποίηση θηλυκό