εγκαθίδρυση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εγκαθίδρυση | οι | εγκαθιδρύσεις |
γενική | της | εγκαθίδρυσης* | των | εγκαθιδρύσεων |
αιτιατική | την | εγκαθίδρυση | τις | εγκαθιδρύσεις |
κλητική | εγκαθίδρυση | εγκαθιδρύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγκαθιδρύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εγκαθίδρυση < εγκαθιδρύω + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
εγκαθίδρυση θηλυκό
- (λόγιο) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εγκαθιδρύω
- η εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις εγκαθιδρύω και ιδρύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εγκαθίδρυση