Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
établissement établissements

établissement (fr) αρσενικό

  1. το ίδρυμα
  2. η εγκαθίδρυση
  3. η συγκρότηση