Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ακαθίδρυτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ακαθίδρυτ
ος
η
ακαθίδρυτ
η
το
ακαθίδρυτ
ο
γενική
του
ακαθίδρυτ
ου
της
ακαθίδρυτ
ης
του
ακαθίδρυτ
ου
αιτιατική
τον
ακαθίδρυτ
ο
την
ακαθίδρυτ
η
το
ακαθίδρυτ
ο
κλητική
ακαθίδρυτ
ε
ακαθίδρυτ
η
ακαθίδρυτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ακαθίδρυτ
οι
οι
ακαθίδρυτ
ες
τα
ακαθίδρυτ
α
γενική
των
ακαθίδρυτ
ων
των
ακαθίδρυτ
ων
των
ακαθίδρυτ
ων
αιτιατική
τους
ακαθίδρυτ
ους
τις
ακαθίδρυτ
ες
τα
ακαθίδρυτ
α
κλητική
ακαθίδρυτ
οι
ακαθίδρυτ
ες
ακαθίδρυτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ακαθίδρυτος
<
α-
+
καθιδρύω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
ακαθίδρυτος, -η, -ο
που δεν έχει
εγκαθιδρυθεί
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
καθιδρύω
και
ιδρύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακαθίδρυτος