επανιδρύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επανιδρύω < επαν- + ιδρύω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική reconstituer)
Ρήμα
επεξεργασίαεπανιδρύω (παθητική φωνή: επανιδρύομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- επανίδρυση
- → δείτε τη λέξη ιδρύω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επανιδρύω | επανίδρυα | θα επανιδρύω | να επανιδρύω | επανιδρύοντας | |
β' ενικ. | επανιδρύεις | επανίδρυες | θα επανιδρύεις | να επανιδρύεις | επανίδρυε | |
γ' ενικ. | επανιδρύει | επανίδρυε | θα επανιδρύει | να επανιδρύει | ||
α' πληθ. | επανιδρύουμε | επανιδρύαμε | θα επανιδρύουμε | να επανιδρύουμε | ||
β' πληθ. | επανιδρύετε | επανιδρύατε | θα επανιδρύετε | να επανιδρύετε | επανιδρύετε | |
γ' πληθ. | επανιδρύουν(ε) | επανίδρυαν επανιδρύαν(ε) |
θα επανιδρύουν(ε) | να επανιδρύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επανίδρυσα | θα επανιδρύσω | να επανιδρύσω | επανιδρύσει | ||
β' ενικ. | επανίδρυσες | θα επανιδρύσεις | να επανιδρύσεις | επανίδρυσε | ||
γ' ενικ. | επανίδρυσε | θα επανιδρύσει | να επανιδρύσει | |||
α' πληθ. | επανιδρύσαμε | θα επανιδρύσουμε | να επανιδρύσουμε | |||
β' πληθ. | επανιδρύσατε | θα επανιδρύσετε | να επανιδρύσετε | επανιδρύστε | ||
γ' πληθ. | επανίδρυσαν επανιδρύσαν(ε) |
θα επανιδρύσουν(ε) | να επανιδρύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επανιδρύσει | είχα επανιδρύσει | θα έχω επανιδρύσει | να έχω επανιδρύσει | ||
β' ενικ. | έχεις επανιδρύσει | είχες επανιδρύσει | θα έχεις επανιδρύσει | να έχεις επανιδρύσει | ||
γ' ενικ. | έχει επανιδρύσει | είχε επανιδρύσει | θα έχει επανιδρύσει | να έχει επανιδρύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επανιδρύσει | είχαμε επανιδρύσει | θα έχουμε επανιδρύσει | να έχουμε επανιδρύσει | ||
β' πληθ. | έχετε επανιδρύσει | είχατε επανιδρύσει | θα έχετε επανιδρύσει | να έχετε επανιδρύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επανιδρύσει | είχαν επανιδρύσει | θα έχουν επανιδρύσει | να έχουν επανιδρύσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία επανιδρύω