Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καθίδρυμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
καθίδρυμα
τα
καθιδρύμα
τ
α
γενική
του
καθιδρύμα
τ
ος
των
καθιδρυμά
τ
ων
αιτιατική
το
καθίδρυμα
τα
καθιδρύμα
τ
α
κλητική
καθίδρυμα
καθιδρύμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καθίδρυμα
<
(
ελληνιστική κοινή
)
καθίδρυμα
<
αρχαία ελληνική
καθιδρύω
<
κατά
+
ἱδρύω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καθίδρυμα
ουδέτερο
ίδρυμα
με ιδιαίτερο
κύρος
εκκλησιαστικό
καθίδρυμα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις
λέξεις
καθιδρύω
και
ιδρύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καθίδρυμα