hinge on
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | hinge on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hinges on |
αόριστος | hinged on |
παθητική μετοχή | hinged on |
ενεργητική μετοχή | hinging on |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαhinge on (en)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- hinge on - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 302, 479. ISBN 9780194325684., λήμμα: εξαρτώ, κρέμομαι